- ομοτονία
- η1. η ιδιότητα τού ομοτόνου2. μουσ. συμφωνία φωνών ή οργάνων στον ίδιο τόνο, στον ίδιο ήχο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομότονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Π. Κουπιτώρη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ακάθιστος Ύμνος — Ύμνος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που ψάλλεται σε ιδιαίτερη ακολουθία (την Ακάθιστο) κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Ο ύμνος αυτός είναι από τα έμμετρα λυρικά χριστιανικά εγκώμια που αποτελούνται από ένα προοιμιακό τροπάριο και από μια σειρά στροφών, με … Dictionary of Greek